Αναδημοσίευση
Γερμανικές οφειλές: προπαγάνδα και αλήθεια
«Λίγοι λαοί της Ευρώπης υπέφεραν από τη Γερμανική Κατοχή όσο οι Έλληνες. Όμως οι Έλληνες ήταν οι πρώτοι που, μετά το τέλος της ναζιστικής βαρβαρότητας, έτειναν χείρα φιλίας προς τους Γερμανούς». (…) «Δίστομο, Καλάβρυτα, Καισαριανή, όπως και να ονομάζονται οι διάφοροι τόποι, ο Γερμανός πολίτης όταν επισκέπτεται αυτά τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας αισθάνεται ντροπή μπροστά στη συμφιλιωτική διάθεση των Ελλήνων.
Αυτό θα πρέπει να αναλογίζεται όποιος προσπαθεί, χρησιμοποιώντας νομικά προσχήματα, να θεωρήσει το θέμα οριστικά λήξαν».[1] (Gerd Hoehler, ανταποκριτής της εφημερίδας Frankfurter Rundschau στην Αθήνα, 1995).
Η διαρροή, λίγο πριν τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, στα ΜΜΕ μέρους του πορίσματος της επιτροπής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, προκάλεσε την ανησυχία μας λόγω της δραματικής υποεκτίμησης του ύψους του κατοχικού δανείου[2]. Όμως, ακόμα κι αυτή η εξωφρενικά χαμηλή προσέγγιση, που θα ήταν έγκλημα να υιοθετηθεί από την ελληνική κυβέρνηση, δεν στάθηκε ικανή να αποτρέψει την επίδειξη αλαζονείας από τη Γερμανία, η οποία δια χειλέων του κ. Γιέγκερ, εκπροσώπου του κ. Σόιμπλε, απέρριψε πάραυτα και προκλητικά τις ελληνικές αξιώσεις, ανακυκλώνοντας ψεύδη και φαντασιώσεις. Ας επιχειρήσουμε λοιπόν, εντελώς συνοπτικά, να απαντήσουμε με στέρεες αλήθειες στους αστήρικτους μύθους της γερμανικής προπαγάνδας.
Μύθος 1ος: το ζήτημα έχει κλείσει με υπογραφή Καραμανλή το 1960 και την καταβολή 115 εκατομμύρια μάρκων.
Αλήθεια: οι Γερμανοί για να πετύχουν την αποφυλάκιση του Μαξ Μέρτεν, του σφαγέα 54.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που είχε καταδικαστεί σε 25 χρόνια φυλάκιση, συμφώνησαν να καταβάλουν στη χώρα μας 115 εκατομμύρια μάρκα ως αποζημίωση, την οποία «δικαιούνται Έλληνες υπήκοοι διωχθέντες από 6 Απριλίου 1941 μέχρι τέλους του 1945, υπό οργάνων του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Καθεστώτος δια λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστικήν κοσμοθεωρίαν»[3], δηλαδή υπέρ κυρίως των Εβραίων – θυμάτων του Γ’ Ράιχ. Ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν τη ντροπιαστική συμφωνία της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή πέτυχαν τη θέσπιση του νόμου 3933/1959 και του νομοθετικού διατάγματος 4016/1959, με αποτέλεσμα να εκδοθεί στη Γερμανία ο Μέρτεν, να ανασταλεί η δίωξη εγκληματιών πολέμου και να κλείσει το ελληνικό γραφείο εγκλημάτων πολέμου, ενώ τα αντίστοιχα γραφεία στις ΗΠΑ, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Αυστραλία λειτουργούν ακόμη!
Όπως όμως σημείωσε ο ευπατρίδης πρεσβευτής της χώρας μας στη Βόννη Θωμάς Υψηλάντης, σε απαντητική επιστολή του προς τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας (η οποία αποτελεί μέρος της συμφωνίας): «επιφυλάσσεται (η Ελλάδα) εντούτοις όπως προβάλη νέας απαιτήσεις, αίτινες προέρχονται εξ εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεως κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής…»[4]. Συνεπώς ζήτημα παραίτησης της Ελλάδας από τις αξιώσεις της δεν υφίσταται, κάτι που ομολογεί και η Γερμανία στην απαντητική ρηματική διακοίνωσή της στις 31.3.1967!
Μύθος 2ος: 70 χρόνια μετά την Κατοχή, οι όποιες αξιώσεις της Ελλάδας έχουν πλέον απολέσει τη νομιμοποιητική τους βάση.
Αλήθεια: Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται και συνεπώς οι αξιώσεις μας παραμένουν στο ακέραιο. Σε ό,τι δε αφορά το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία, η οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει και πολύ υψηλούς τόκους υπερημερίας. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου του 1953 το ζήτημα παρέμεινε στην κατάψυξη έως την επανένωση της Γερμανίας και την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, προκειμένου η Γερμανία να έχει, απερίσπαστη, τα χρονικά περιθώρια να επουλώσει τις πληγές της και να ανορθώσει την οικονομία της. Και πράγματι, με τη μεγαλοψυχία των αντιπάλων της και νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και η καθημαγμένη Ελλάδα, η Γερμανία πέτυχε το οικονομικό θαύμα, που σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Όμως, επί 25 χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας (η λεγόμενη Συνθήκη των «2+4»), η Γερμανία μετέρχεται νομικίστικων τεχνασμάτων αρνούμενη, παράνομα και προκλητικά, να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Έχει, αλήθεια, κανείς αναλογιστεί πού θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα, από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης και υποδομών, αν της είχαν αποδοθεί οι γερμανικές οφειλές; Και πού θα βρισκόταν σήμερα η Γερμανία αν δεν είχαν δείξει τόση μεγαλοψυχία η Ελλάδα και οι άλλες 19 σύμμαχες χώρες απέναντί της;
Επίσης, αν το ζήτημα των κατοχικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση, τότε γιατί το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας το Μάιο του 2013 ανέλαβε την υποχρέωση αποζημίωσης, πέραν των όσων ήδη έχει καταβάλλει, των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στις αρχές του 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ αποζημίωσε, διά του γερμανικού ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον», εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους (ανάμεσά τους και μόλις 5.500 Έλληνες ομήρους λόγω αβελτηρίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπως καταγγέλλει ο Μανώλης Γλέζος και το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα), που μαρτύρησαν στα ναζιστικά κολαστήρια.
Μύθος 3ος: Η Χάγη έκλεισε οριστικά το θέμα των αποζημιώσεων.
Αλήθεια: Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στη δίκη μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, η οποία αναφέρεται στο ζήτημα των αποζημιώσεων των θυμάτων του Διστόμου, δεν βοήθησε την υπόθεσή μας αλλά δεν δεσμεύει τη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα παρενέβη στη δίκη ως μη διάδικο μέρος[5]. Ωστόσο, είναι σημαντικό ότι η Χάγη αναγνώρισε ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων υφίσταται, δεν παραγράφεται κι αποτελεί διακρατική διαφορά, για την επίλυση της οποίας προτρέπει τα κράτη να συνεργαστούν. Αξίζει όμως να σταθούμε στη μεταγενέστερη, πολύ πρόσφατη (Οκτώβριος 2014), απόφαση του Ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία, σε αντίθεση με την απόφαση της Χάγης, δέχεται αφενός ότι η ετεροδικία δεν ισχύει όταν πρόκειται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και αφετέρου ότι πολίτες μπορούν να εγείρουν ατομικές αξιώσεις εναντίον κράτους. Η απόφαση αυτή των Ιταλών δικαστών ανοίγει νέους δρόμους για τη δικαίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας και αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση και για τους Έλληνες δικαστές.
Μύθος 4ος: τώρα, εν μέσω κρίσης, θυμήθηκε η Ελλάδα τις γερμανικές οφειλές;
Αλήθεια: παρά τη διαχρονική ευθύνη των ελληνικών κυβερνήσεων, που δεν διεκδίκησαν σθεναρά κι αποτελεσματικά το ζήτημα, η Ελλάδα ουδέποτε έχει παραιτηθεί των αξιώσεών της, τις οποίες, μάλιστα, έχει θέσει ενώπιον της Γερμανίας ή διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων περίπου 15 φορές, αρχής γενομένης από τη Διάσκεψη των Παρισίων στα τέλη του 1945[6], ενώ το ζήτημα συμπεριλήφθηκε στην ημερήσια διάταξη διμερών κυβερνητικών συζητήσεων[7]! Βεβαίως η διεκδίκηση δεν έγινε όσο σθεναρά και μεθοδικά θα έπρεπε και συνεπώς δεν έφερε αποτελέσματα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα…
Τέλος, θεωρούμε ανάξιο σχολιασμού και ενδεικτικό της ξεδιάντροπης προπαγάνδας της γερμανικής πλευράς, τον ισχυρισμό ότι με τη χρηματοδότηση της Ελλάδας από τους ευρωπαϊκούς ή τους ΝΑΤΟικούς πόρους έχουν ικανοποιηθεί οι ελληνικές αξιώσεις. Το αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας των υπερεθνικών αυτών θεσμών δεν επιτρέπει τέτοιου είδους συμψηφισμούς, όπως επιβεβαιώνει, άλλωστε και η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 1995 σε ερώτηση του τότε ευρωβουλευτή Αλέκου Αλαβάνου[8].
Πριν προχωρήσουμε στις προτάσεις για την ανάληψη δράσης, ας αναλογιστούμε τον συγκλονιστικό απολογισμό της ναζιστικής τρομοκρατίας στην Ελλάδα: περισσότερα από 100 ολοκαυτώματα πόλεων και χωριών σε όλη την Ελλάδα, 56.225 αθώοι πολίτες εκτελέστηκαν, 105.000 κατέληξαν όμηροι στα κρεματόρια της φρίκης κι ελάχιστοι εξ αυτών επέζησαν, 1.770 χωριά καταστράφηκαν, 400.000 σπίτια πυρπολήθηκαν,[9] ενώ στη χώρα μας καταστράφηκε το 70% των λιμενικών εγκαταστάσεων, το 75% του εμπορικού μας στόλου, μεγάλο μέρος του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και το σύνολο των σιδηροδρομικών γεφυρών και τούνελ[10]. Παράλληλα δημεύτηκε το 80% των μέσων μεταφοράς και το 51% των δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα του δολοφονικού σεληνιασμού των οργάνων του Άξονα και ιδίως του Γ’ Ράιχ εις βάρος των Ελλήνων, της συστηματικής και καλά σχεδιασμένης οικονομικής αφαίμαξης, λεηλασίας και καταστροφής των δομών και υποδομών της χώρας μας, μία στις δύο οικογένειες θρήνησαν θύματα κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής, ένας στους δέκα Έλληνες υπέστη αναπηρία, ενώ το 75% των παιδιών υπέφερε από ασθένειες, ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου[11]. Οι συνολικές απώλειες, λόγω των εκτελέσεων, της πείνας, των ασθενειών και της υπογεννητικότητας κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανήλθαν σε 1.106.000 ανθρώπους, ή στο 13,5% του ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ευρώπη[12]. Μια αληθινή γενοκτονία ήταν το τίμημα που πλήρωσε η Ελλάδα επειδή δεν υποτάχθηκε στη «νέα τάξη» του Αδόλφου Χίτλερ και συντέλεσε αποφαστικά στην απελευθέρωση της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας από το ναζιστικό ζυγό.
Κι όμως, η Γερμανία 70 χρόνια μετά εξακολουθεί να μη σέβεται τον πόνο των Ελλήνων, να μην αναλαμβάνει έμπρακτα τις ευθύνες της για τα φοβερά δεινά που προκάλεσε στη χώρα μας το Γ’ Ράιχ και να επιχειρεί τον αποπροσανατολισμό της γερμανικής, της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Από την άλλη, η ελληνική πλευρά δεν απαντά τολμηρά και ουσιαστικά στην ωμή προπαγάνδα των Γερμανών και δεν διεκδικεί όσα μας οφείλει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, παρά τις ρητορικές της διακηρύξεις, ολιγώρησε, σπατάλησε πολύτιμο χρόνο και, επί της ουσίας, φοβήθηκε να θέσει το ζήτημα στη γερμανική κυβέρνηση. Αντίθετα, οι ρητές προεκλογικές δεσμεύσεις και των δύο σημερινών κυβερνητικών εταίρων (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛΛ.) για τη σθεναρή διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών και το προσκύνημα στην Καισαριανή, ως πρώτη, υψηλού συμβολισμού, κίνηση του νέου πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα αποτελούν άριστους οιωνούς για τη συνέχεια.
Έχει συνεπώς ιδιαίτερη σημασία, συμβολικά και πολιτικά, η νέα κυβέρνηση να προχωρήσει το συντομότερο στη χορήγηση αδείας για την εκτέλεση της απόφασης της ελληνικής Δικαιοσύνης υπέρ των θυμάτων του Διστόμου.[13] Μια απόφαση, που δεν επέτρεψε η κυβέρνηση Σημίτη και όσες τη διαδέχθηκαν να εκτελεστεί και η οποία παραμένει σε ισχύ από το 2000! Οφείλει επίσης, μεθοδικά και αποτελεσματικά και χωρίς άλλη κωλυσιεργία, να θέσει ρητά το ζήτημα στην γερμανική κυβέρνηση, καλώντας την σε διμερείς διαπραγματεύσεις για το σύνολο των ελληνικών αξιώσεων (κατοχικό δάνειο, πολεμικές επανορθώσεις, επιστροφή πολιτιστικών θησαυρών και αποζημιώσεις στις οικογένειες των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας). Κάτι που δεν έκαναν οι κυβερνήσεις των τελευταίων 20 ετών, καθώς η τελευταία, ουσιαστική, ενέργεια διεκδίκησης ήταν η υποβολή ρηματικής διακοίνωσης από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στις 14.11.1995! Οφείλει, τέλος, να ξεσκονίσει το πλούσιο νομικό, πολιτικό, ιστορικό οπλοστάσιο της χώρας μας ώστε να είμαστε έτοιμοι για την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων μέσων.
Η Βουλή των Ελλήνων, στο πλαίσιο της έντονης και ουσιαστικής κοινοβουλευτικής διπλωματίας, που εξήγγειλε η Ζωή Κωνσταντοπούλου, που αναμένεται ότι θα είναι η νέα Πρόεδρός της, οφείλει με τη συνδρομή του Μανώλη Γλέζου και των άλλων Ελλήνων Ευρωβουλευτών, να επισκεφθεί τη γερμανική Βουλή αλλά και τα Κοινοβούλια σημαντικών χωρών ενημερώνοντας για το δίκαιο των ελληνικών αξιώσεων, με στόχο τη σύναψη συμμαχιών και την ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης.
Στο πλαίσιο μιας νέας, υπερήφανης, εθνικά ανεξάρτητης πολιτικής, προβάλλει ως επιτακτική αναγκαιότητα η ακύρωση του «συμφώνου ελληνογερμανικής συνεργασίας», που υπέγραψαν οι Γιώργος Παπανδρέου και Άγκελα Μέρκελ το Μάιο του 2010. Πρόκειται για μία συμφωνία, «νεοαποικιακού τύπου», χωρίς θεσμικό προηγούμενο στην Ε.Ε. Η ετεροβαρής και σε πλήρη αντίθεση με το ελληνικό Σύνταγμα και την κοινοτική νομοθεσία αυτή συμφωνία, προβλέπει την προνομιακή για τους Γερμανούς «συνεργασία» των δύο χωρών στην «αναμόρφωση» του ελληνικού συστήματος υγείας, στην οικονομική ανάπτυξη, σε ζητήματα μετανάστευσης, στον τουρισμό, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στην Παιδεία! Αξιοποιώντας τη συμφωνία αυτή ο κ. Φούχτελ και οι συν αυτώ αλώνισαν ανενόχλητοι την ελληνική επικράτεια, πιέζοντας δημάρχους και φορείς να εκχωρήσουν τον εθνικό μας πλούτο. Το «σύμφωνο ελληνογερμανικής συνεργασίας» ή καλύτερα, το σύμφωνο ελληνικής υποταγής στις γερμανικές αξιώσεις πρέπει να καταργηθεί εδώ και τώρα!
Όποτε η γερμανική αδιαλλαξία συνάντησε την ελληνική ολιγωρία, το φόβο ή και τον ενδοτισμό τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για τις ελληνικές αξιώσεις. Ας ελπίσουμε ότι η μεθοδική προετοιμασία θα συναντήσει, επιτέλους, την ισχυρή πολιτική βούληση για διεκδίκηση, την ενημέρωση της διεθνούς κοινότητας και την λαϊκή κινητοποίηση, επιτρέποντας στην Ελλάδα να σηκώσει, επιτέλους, κεφάλι! Και τότε η αλαζονεία του κ. Σόιμπλε και του βαθέος γερμανικού κράτους θα υποχωρήσει σαν χάρτινος πύργος, δίνοντας τη θέση της στην ειλικρινή φιλία και την ισότιμη συνεργασία των δύο χωρών, όπως άλλωστε διεκδικούν η ομάδα «AK Distomo» και οι Γερμανοί δημοκράτες, που υποστηρίζουν με θέρμη τον αγώνα μας!
[1] Μπουρλογιάννης – Τσαγγαρίδης Ι., «Η διεκδίκηση γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων: το πολιτικό πλαίσιο. Η ματιά ενός διπλωμάτη» στο: «Περράκης Στ. (επιμέλεια) «Το ζήτημα των πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2012, σελ. 123-124.
[2] Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τις διαρροές, το πόρισμα της επιτροπής του ΓΛΚ φέρεται να υπολογίζει το ύψος του κατοχικού δανείου σε 11 δις ευρώ (στοιχείο που έχει ανησυχητική ταύτιση με διαρροές της γερμανικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 2013), τη στιγμή που σύμφωνα με την μετριοπαθή εκτίμηση του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα το κατοχικό δάνειο υπολογίζεται σε 54 δις ευρώ χωρίς τους νόμιμους τόκους! Άλλες προσεγγίσεις το ανεβάζουν σε δυσθεώρητα ύψη.
[3] Άρθρο 3, παρ. 1, ΝΔ 4178/1961 («Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας συμβάσεως περί παροχών υπέρ Ελλήνων υπηκόων θιγέντων υπό εθνικοσοσιαλιστικών μέτρων διώξεων και άλλων τινών συναφών διατάξεων»).
[4] Μανώλης Γλέζος, «Και ένα μάρκο να ήταν…Οι οφειλές της Γερμανίας στην Ελλάδα», Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2012.
[5] Πληρεξούσιος της Ελληνικής Δημοκρατίας στη συγκεκριμένη δίκη ήταν ο Καθηγητής Στέλιος Περράκης και μαζί του οι Καθηγητές Αντώνης Μπρεδήμας και Μαρία-Ντανιέλλα Μαρούδα, που έδωσαν σκληρή μάχη για την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων.
[6] Συγγελάκης Α., « “Δικαιοσύνη και Αποζημίωση!” Το ζήτημα των γερμανικών οφειλών: το παρόν ως Ιστορία», Τετράδια Πολιτικού Διαλόγου, Έρευνας και Κριτικής, τεύχος 62-63, καλοκαίρι – φθινόπωρο 2013.
[7] Περράκης Στ. & Μαρούδα Μ. –Ντ., «Πολεμικές επανορθώσεις στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο. Η διεθνής πρακτική και η ελληνική περίπτωση. Μία σύνθεση κι ένας αναστοχασμός» στο Περράκης Στ. (επιμέλεια), «Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων στην Ελλάδα. Διεθνείς και εθνικές διαστάσεις», Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2012.
[8] Εφημερίδα «Καθημερινή», 28.9.1995.
[9] Ανταίος Π, Αρώνης Π, Γλέζος Μ, Κακολύρη Α, Κουλουφάκος Π, Κυριακάκος Γ, Κωνστανταράκης Φ, Μαγκάκης Γ-Α, Παπαγιαννάκης Κ, Ρούπας Χ, «Η Μαύρη Βίβλος της Κατοχής», Έκδοση του Εθνικού Συμβουλίου για τη διεκδίκηση των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, β’ έκδοση, Αθήνα 2006.
[10] Με βάση τα στοιχεία που κατέθεσε ο Καθηγητής Αθανάσιος Σμπαρούνης, εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διασυμμαχική Διάσκεψη των Παρισίων, η οποία έλαβε χώρα από 9 Νοεμβρίου – 21 Δεκεμβρίου 1945, ενώ η τελική συμφωνία («Συμφωνία των Παρισίων για τις πολεμικές επανορθώσεις») υπεγράφη στις 14 Ιανουαρίου 1946.
[11] Katerina Kralova. Στη σκιά της Κατοχής. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις την περίοδο 1940-2010. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013.
[12] Μανώλης Γλέζος, ό.π.
[13] Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 137/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς, την οποία επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικη και αμετάκλητη η υπ’ αριθμόν 11/2000 απόφαση της Ολομελείας του Αρείου Πάγου, χάρη στις προσπάθειες του πρωτοπόρου της δικαστικής διεκδίκησης αείμνηστου Ιωάννη Σταμούλη.
Γερμανικές Οφειλές: Ο λήθαργος της υποταγής και η αλήθεια της διεκδίκησης
«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρμετρη βία για μία στιγμή, δεν είναι ακόμη σκλάβος. Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. (…) Όχι! Κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός». Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», 1942.
Το ζήτημα της διεκδίκησης των γερμανικών οφειλών, ένα ζήτημα που ενώνει και συνεγείρει, όσο τίποτε άλλο, τους Έλληνες βρίσκεται σε μία εξαιρετικά κρίσιμη καμπή. Εβδομήντα χρόνια μετά τη Διάσκεψη των Παρισίων και μετά από πληθώρα λαθών και μακρά περίοδο αδράνειας έχει φτάσει ο κόμπος στο χτένι.
Το δίλημμα είναι σαφές: ή θα προχωρήσουμε αποφασιστικά με ένα καλά σχεδιασμένο χρονοδιάγραμμα ενεργειών, χωρίς όμως άλλη κωλυσιεργία και αναβλητικότητα, για να κλιμακώσουμε την πίεση στην γερμανική κυβέρνηση ώστε να αναζητηθεί πολιτική λύση στο ζήτημα κι αν αυτό δεν καταστεί δυνατόν να προχωρήσουμε σε στοχευμένες νομικές διαδικασίες ή θα εγκλωβιστούμε σε μια συζήτηση χωρίς τέλος, που μας απομακρύνει περαιτέρω από τον στόχο μας.
Με άλλα λόγια το δίλημμα είναι: μεθοδική και αποφασιστική διεκδίκηση ή ατέρμονη και ακίνδυνη για τη Γερμανία συζήτηση;
Ας μην ξεχνάμε ότι η βασική στρατηγική της μεταπολεμικής Γερμανίας είναι η προσπάθεια να κερδίσει χρόνο, μεταθέτοντας στο μέλλον την επίλυση του ζητήματος, με σαφή επιδίωξη τον ενταφιασμό του. Αξιοποιώντας τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1953, που όμως κάθε άλλο παρά απαγόρευε την κοινή συναινέσει διευθέτηση του ζητήματος, αλλά αντίθετα έθετε ένα απώτατο όριο (την επανένωση της Γερμανίας και τη σύναψη συνθήκης ειρήνης) για την υποχρεωτική του επίλυση, οι μεταπολεμικές γερμανικές κυβερνήσεις «κέρδισαν» τέσσερις ολόκληρες δεκαετίες, καθώς οι ποικίλες προσπάθειες που αναπτύχθηκαν την περίοδο εκείνη, κυρίως από την πλευρά των συλλόγων των θυμάτων, προσέκρουαν στην αρνητική στάση των Γερμανών. Και μπορεί το τείχος του Βερολίνου να έπεσε το 1989 και η Γερμανία να επανενώθηκε το 1990, το τείχος όμως της γερμανικής αδιαλλαξίας παραμένει συμπαγές. Επί 25 χρόνια μετά τη Συνθήκη της Μόσχας, η Γερμανία πετάει τη μπάλα συνεχώς στην εξέδρα καταφεύγοντας σε ανυπόστατους, νόμω και ουσία, ισχυρισμούς και αβάσιμα επιχειρήματα.
«Πολύ νωρίς» ή «πολύ αργά»;
Μέχρι το 1990 η Γερμανία ισχυριζόταν ότι ήταν «πολύ νωρίς» για τη διευθέτηση του ζητήματος, καθώς δεν είχε υπογραφεί ακόμη η Συνθήκη Ειρήνης, που προέβλεπε η Συνθήκη του Λονδίνου. Μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) δήλωνε ότι «είναι πολύ αργά» (!) καθώς είχε, δήθεν, αποδυναμωθεί το δικαίωμα αποζημιώσεων και επανορθώσεων λόγω παρέλευσης μεγάλου διαστήματος (νομικός ισχυρισμός της «αχρησίας» – “non usus”) από την πραγματοποίηση των απαράγραπτων, όμως, εγκλημάτων. Σε κάποιες δε περιπτώσεις οι γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις επικαλούνταν τη μη σύναψη Συνθήκης Ειρήνης (μη αναγνωρίζοντας ως Συνθήκη Ειρήνης τη Συνθήκη «2+4», που υπεγράφη στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1990), ενώ άλλες φορές δήλωναν ότι η έλλειψη αναφοράς στη Συνθήκη της Μόσχας κλείνει οριστικά το ζήτημα! Στο ενδιάμεσο διακινούσαν εντέχνως φήμες ότι, δήθεν, η «η Ελλάδα έχει αποζημιωθεί» ή ότι, τάχα, «η Ελλάδα έχει παραιτηθεί» των αξιώσεών της, χωρίς όμως να παρέχεται η παραμικρή τεκμηρίωση των ανυπόστατων αυτών ισχυρισμών. Κι όποτε στριμώχθηκε δικαστικά (δίκες για την αποζημίωση των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας) η Γερμανία οχυρώθηκε πίσω από την απόλυτη εφαρμογή της ετεροδικίας, χωρίς εξαίρεση ούτε για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Αντί η πολλαπλώς ευεργετηθείσα δημοκρατική Γερμανία να προσέλθει οικειοθελώς σε διάλογο για τις πολεμικές επανορθώσεις αλλά και να συνδράμει στην τιμωρία των υπευθύνων των ναζιστικών εγκλημάτων, εκμεταλλεύτηκε την εθνικά επιζήμια, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συμπεριφορά των μετακατοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και τήρησε μία μονομερή, προκλητικά αδιάλλακτη και ενάντια στις ευρωπαϊκές και διεθνείς της υποχρεώσεις συμπεριφορά εις βάρος μας.
Εθνική στρατηγική διεκδίκησης το ζητούμενο
Ο απολογισμός της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής, η σύσταση της οποίας αποτέλεσε επίμονο αίτημα του Εθνικού Συμβουλίου, μετά από τρία χρόνια λειτουργίας της είναιφτωχός: πόρισμα δεν έχει μέχρι σήμερα κατατεθεί ενώ η Επιτροπή έχει περιοριστεί σε ρόλο ατέρμονης ενημέρωσης των Βουλευτών κι όχι διεκδίκησης, κίνδυνο που έχει επισημάνει ο Μανώλης Γλέζος από τον Απρίλιο του 2014. Το κεντρικό ζητούμενο να υπάρξει επίσημη αποστολή του ελληνικού Κοινοβουλίου που θα φέρει το ζήτημα στα Κοινοβούλια και στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ευρωπαϊκών χωρών, αρχής γενομένης από τη Γερμανία, δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί, αν και η πρόσφατη κοινή συνεδρίαση Κοινοβουλευτικής Επιτροπής και Εθνικού Συμβουλίου είχε αισιόδοξα, υπό προϋποθέσεις, μηνύματα. Η κυβέρνηση, πιασμένη στη μέγγενη του μνημονίου και του μεταναστευτικού, αναβάλλει την ανάληψη οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, παρά τις ρητές της δεσμεύσεις, βαδίζοντας σ’ ένα γνώριμο, για τις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά, δρόμο αδράνειας και μοιρολατρίας. Και ο καιρός περνάει, τα σύμβολα της Εθνικής μας Αντίστασης φεύγουν ο ένας μετά τον άλλο (δυσαναπλήρωτη η απώλεια του Ευάγγελου Μαχαίρα) και η θυσία του λαού μας παραμένει αδικαίωτη, ενώ ο Φούχτελ και οι συν αυτώ αλωνίζουν την Ελλάδα και οι υποτελείς και οι ιδιοτελείς … «πάνε Ταμείο …για το Μέλλον».
Για την κινητοποίηση του συνόλου των δυνάμεων της πατρίδας και την αποτελεσματική οργάνωση του αγώνα είναι αναγκαία, όσο ποτέ άλλοτε, η ενότητα του λαού και η χάραξη εθνικής στρατηγικής. Η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης, η εκτέλεση των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων (με την επιλογή της πλέον πρόσφορης οδού), η προετοιμασία για την δικαστική διεκδίκηση του συνόλου των αξιώσεών μας, η έγερση του ζητήματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τον ΟΗΕ και σε άλλα κατάλληλα fora, η περαιτέρω ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στη Γερμανία σε συνδυασμό με την υπεράσπιση και ανάδειξη της πραγματικής ιστορίας της Κατοχής και της Αντίστασης και την εισαγωγή της στην εκπαίδευση με ολοκληρωμένο τρόπο αποτελούν βασικούς σταθμούς ενός οδικού χάρτη διεκδίκησης.
Είκοσι και πλέον χρόνια μετά την επίδοση ρηματικής διακοίνωσης από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου (14.11.1995), που έδωσε ώθηση στο ζήτημα χωρίς όμως ουσιαστική συνέχεια από τις επόμενες κυβερνήσεις, τα περιθώρια έχουν στενέψει και η ανοχή μας έχει στερέψει! Ο λαός μας, από κοινού με πολυάριθμους Γερμανούς δημοκράτες, αγωνίζεται και διεκδικεί το δικαίωμά του στη μνήμη, στην ιστορία, στην αποκατάσταση, στη δικαιοσύνη και απαιτεί ανάλογη στάση από το πολιτικό σύστημα. Απέναντι στον λήθαργο της αδράνειας και της υποταγής είναι καιρός να προτάξουμε την αλήθεια της διεκδίκησης. Απέναντι στον ιστορικό αναθεωρητισμό και σε όσους επιμένουν να θεωρούν μάταια την αντίσταση των λαών στους ισχυρούς, το παράδειγμα και το αγωνιστικό ήθος της ΕΠΟΝ μας δείχνει το δρόμο της ελπίδας, του αγώνα και της νίκης.